bikini

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bikini > (αντιδάνειο) < (άμεσο δάνειο) γαλλική (όνομα μάρκας γαλλικού μαγιό που παρουσιάστηκε το 1946) < αγγλική Bikini (ατόλη του Ειρηνικού Ωκεανού) < γερμανική Bikini < Pikinni (λέξη της γλώσσας των Νήσων Μάρσαλ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bikini (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bikini > (όνομα μάρκας γαλλικού μαγιό που παρουσιάστηκε το 1946) < (άμεσο δάνειο) αγγλική bikini

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bikini bikinis

bikini (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bikini (pl) ουδέτερο